- ἐπίφασις
- ἐπίφασιςbecoming visiblefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιφάσεις — ἐπίφασις becoming visible fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίφασις becoming visible fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφάσιας — ἐπίφασις becoming visible fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφασιν — ἐπίφασις becoming visible fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίφαση — η (AM ἐπίφασις) [επιφαίνω] 1. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση, το εξωτερικό («ἐπίφασις βασιλικὴ καὶ δύναμις», Πολ.) 2. φρ. «κατ’ επίφαση( ιν)» φαινομενικά («κατὰ μὲν τὴν ἐπίφασιν ἐποίει τὸ παραπλήσιον, κατὰ δὲ τὴν ἀλήθειαν...», Πολ.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
ԵՐԵՒՈՒՄՆ — (ւման, անց.) NBH 1 0679 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c գ. φάσις, ἑπιφάσις, ἑπιφάνεια apparitio, apparentia, species Երեւիլն. տեսանիլն. տեսութիւն. տեսիլ. երեւոյթ. երեւնալը, երեւցածը, տեսք, տեսիլք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ἐπιφάσεως — ἐπιφάσεω̆ς , ἐπίφασις becoming visible fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)